- ατμοφράκτης
- οβαλβίδα που παρεμβάλλεται στις διοχετεύσεις ατμού από τον ατμολέβητα προς τις διάφορες θέσεις μιας εγκατάστασης και αποφράσσει ή αφήνει ελεύθερη τη δίοδό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
ρυθμιστής — ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ. β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.) νεοελλ. 1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek